πλημμυρήσαντα

πλημμυρήσαντα
πλημμῡρήσαντα , πλημμυρέω
aor part act neut nom/voc/acc pl
πλημμῡρήσαντα , πλημμυρέω
aor part act masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • στοιχειώ — όω, ΜΑ [στοιχεῑον] παθ. στοιχειοῡμαι, όομαι εφοδιάζομαι με ό,τι είναι απαραίτητο («τῷ φόβῳ τοῡ Κυρίου στοιχειούμενος», Μηναί.) μσν. 1. με μαγικές πράξεις αποτρέπω την επιβλαβή επίδραση διαφόρων ζώων ή όντων ή τά καθιστώ φύλακες ενός τόπου (α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”